- θαλαμιός
- θαλαμιός, -ά, -όν, ιων. θηλ. θαλαμιή (Α) [θάλαμος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θάλαμο, ο θαλαμικός2. το αρσ. ως ουσ. ό θαλαμιόςο θαλαμίτης*3. το θηλ. ως ουσ. ή θαλάμιαα) (ενν. κώπη) το κουπί τού θαλαμίτηβ) (ενν. οπή) η οπή από την οποία εξέρχεται το κουπί τού θαλαμίτη.
Dictionary of Greek. 2013.