θαλαμιός

θαλαμιός
θαλαμιός, -ά, -όν, ιων. θηλ. θαλαμιή (Α) [θάλαμος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θάλαμο, ο θαλαμικός
2. το αρσ. ως ουσ. ό θαλαμιός
ο θαλαμίτης*
3. το θηλ. ως ουσ. ή θαλάμια
α) (ενν. κώπη) το κουπί τού θαλαμίτη
β) (ενν. οπή) η οπή από την οποία εξέρχεται το κουπί τού θαλαμίτη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θαλαμιός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαμιά — θαλαμιός of neut nom/voc/acc pl θαλαμιά̱ , θαλαμιός of fem nom/voc/acc dual θαλαμιά̱ , θαλαμιός of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαμιοί — θαλαμιός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαμιᾶς — θαλαμιός of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαμιῶν — θαλαμίας masc gen pl θαλαμίτης one of the rowers on the lowest bench masc gen pl θαλαμιός of fem gen pl θαλαμιός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… …   Dictionary of Greek

  • θαλαμιάς — θαλαμιά̱ς , θαλαμιός of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”